- νοσηρή
- νοσηρόςdiseasedfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθρεψία — Νοσηρή κατάσταση, που εκδηλώνεται όταν το βρέφος δεν τρέφεται καλά και συνήθως μετά από πεπτικές διαταραχές. Οι διαταραχές αυτές προέρχονται από ακατάλληλη τροφή που προσφέρεται στο βρέφος, από αρρώστιες του πεπτικού σωλήνα ή από μολυσματικές… … Dictionary of Greek
νοσηρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί βλάβη στην υγεία: Νοσηρό κλίμα. 2. Ο γεμάτος από αρρώστια, ο άρρωστος: Γενικά η κατάσταση του σώματος είναι νοσηρή. 3. μτφ., με την ηθική σημασία, ο όχι ομαλός και κανονικός: Νοσηρή φαντασία. – Νοσηρή σκέψη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοσηρός — ή, ό (Α νοσηρός, ά, όν) 1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος νεοελλ. μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ασθένεια — η (AM ἀσθένεια) [ασθενής] 1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική 2. αρρώστια, νόσος 3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό) 4. αμαρτία νεοελλ. επιδημία αρχ. η πενία («ἀσθένεια βίου») … Dictionary of Greek
δευτεροσκοπία — η η νοσηρή κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής βλέπει μπροστά του την εικόνα τού εαυτού του … Dictionary of Greek
διανόημα — το (Α διανόημα) [διανοούμαι] στοχασμός, διαλογισμός, σκέψη αρχ. (σε πληθ.) τα διανοήματα νοσηρή φαντασία, φαντασιοπληξίες … Dictionary of Greek